σαιξπηριστής

σαιξπηριστής
ο шекспировед

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σαιξπηριστής" в других словарях:

  • σαιξπηριστής — ο, θηλ. σαιξπηρίστρια, Ν αυτός που ασχολείται ειδικά με τη μελέτη τών έργων τού Σαίξπηρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαίξπηρ + ιστής*. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. Σαιξπηρισταί, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»